- ἔνειμεν
- ἔνειμεν, [dialect] Ep. [ per.] 1pl. of ἔνειμι, Il.5.477:—but [full] ἔνειμεν, [ per.] 3sg. [tense] aor. 1 of νέμω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔνειμεν — νέμω deal out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάγω — (AM ἐπάγω) [άγω] 1. άγω, οδηγώ εναντίον κάποιου 2. επιφέρω, προκαλώ 3. οδηγώ, παρασύρω («μᾱλλον πρὸς σκληρότητα ἐπάγεις τὴν ψυχήν μου») 4. καταφέρω χτύπημα μσν. επιβάλλω όρκο ή πρόστιμο αρχ. 1. οδηγώ στρατεύματα εναντίον τού εχθρού 2. προχωρώ,… … Dictionary of Greek